διάδυσις: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'échapper ; [[αἱ]] διαδύσεις <i>fig.</i> moyens d'échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; <i>au sg.</i> échappatoire (en justice).<br />'''Étymologie:''' [[διαδύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action d'échapper ; [[αἱ]] διαδύσεις <i>fig.</i> moyens d'échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; <i>au sg.</i> échappatoire (en justice).<br />'''Étymologie:''' [[διαδύω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάδυσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[проход]] (ἐς τὼς πόρως Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[рудник]], [[шахта]] (ὀρύγματα καὶ διαδύσεις Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[уловка]], [[увертка]] (διαδύσεις καὶ κακουργίαι Dem.; διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ. | |lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=διάδῠσις, εως<br />a [[passage]] [[through]]: in plural evasions, τινος from a [[thing]], Dem. | |mdlsjtxt=διάδῠσις, εως<br />a [[passage]] [[through]]: in plural evasions, τινος from a [[thing]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A passing through, passage, ἐς τὼς πόρως Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50: metaph. in plural, evasions, τῶν ἀδικημάτων, i.e. escape from the consequences of crimes, D.24.139, cf. 94, Plu.Dem.6: abs., Lib.Or.18.32. II in plural, passages, galleries, in mines, etc., D.S.5.36: sg., prob.l. in Aen.Tact.24.5; subterranean channel, Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I rel. la acción, abstr.
1 de cosas traspaso, penetración ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.Fr.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50, Gr.Nyss.Or.Dom.53.10
•de mezclas interpenetración συνεχὴς ἔσται ἡ διαίρεσις τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.
2 de pers., jur. escapatoria πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.Dem.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.Or.18.32.
II rel. espacio, concr. pasadizo de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5
•galería, túnel διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'échapper ; αἱ διαδύσεις fig. moyens d'échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; au sg. échappatoire (en justice).
Étymologie: διαδύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht.
Russian (Dvoretsky)
διάδυσις: εως ἡ
1) проход (ἐς τὼς πόρως Plat.);
2) рудник, шахта (ὀρύγματα καὶ διαδύσεις Diod.);
3) уловка, увертка (διαδύσεις καὶ κακουργίαι Dem.; διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διάδῠσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, δίοδος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., δίοδος, διάδρομος, ὑπόγειος, ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36.
Greek Monotonic
διάδῠσις: -εως, ἡ, δίοδος, πέρασμα μέσω, διάβαση· στον πληθ., υπεκφυγές, αποφυγή τινος, από κάτι, σε Δημ.
Middle Liddell
διάδῠσις, εως
a passage through: in plural evasions, τινος from a thing, Dem.