διέκδυσις: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />fuite, évasion.<br />'''Étymologie:''' [[διεκδύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />fuite, évasion.<br />'''Étymologie:''' [[διεκδύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διέκδῠσις:''' εως ἡ [[ускользание]]: πάσης διεκδύσεως [[χρῆσθαι]] Plut. быть неуловимым (для врага). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διέκδῠσις:''' -εως, ἡ, [[αποφυγή]], [[διαφυγή]], [[κρυψώνας]], [[παράκαμψη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''διέκδῠσις:''' -εως, ἡ, [[αποφυγή]], [[διαφυγή]], [[κρυψώνας]], [[παράκαμψη]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=διέκδῠσις, εως <i>n</i> [from [[διεκδύομαι]]<br />an [[evasion]], Plut. | |mdlsjtxt=διέκδῠσις, εως <i>n</i> [from [[διεκδύομαι]]<br />an [[evasion]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, means of escape, δ. μυῶν mouse-holes, Ath.3.98d, cf. Plu.Sert. 13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 evasión, huida Plu.Sert.13, Hsch., Eust.853.15.
2 medio de evasión, refugio μυῶν διεκδύσεις ratoneras Ath.98d.
3 capacidad de atravesar διὰ παντὸς πόρου τοῖς εἰδώλοις διέκδυσιν οὐκ ἀλόγως ἐπινοοῦμεν Epicur.Fr.[24.46] 15.
German (Pape)
[Seite 618] ἡ, Ausweg, Ausflucht, Plut. Sertor. 13; μυῶν, Schlupfwinkel, Ath. III, 98 d.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fuite, évasion.
Étymologie: διεκδύω.
Russian (Dvoretsky)
διέκδῠσις: εως ἡ ускользание: πάσης διεκδύσεως χρῆσθαι Plut. быть неуловимым (для врага).
Greek (Liddell-Scott)
διέκδῠσις: -εως, ἡ, μέσον ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) ὑπεκφυγή, τέχνασμα, Πλούτ. Σερτωρ. 13.
Greek Monolingual
διέκδυσις, η (AM) διεκδύω
1. μέσο διαφυγής
2. τέχνασμα, υπεκφυγή
3. φρ. «διέκδυσις μυών» — ποντικότρυπα.
Greek Monotonic
διέκδῠσις: -εως, ἡ, αποφυγή, διαφυγή, κρυψώνας, παράκαμψη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διέκδῠσις, εως n [from διεκδύομαι
an evasion, Plut.