δυσάρμοστος: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />désuni, en désaccord.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁρμόττω]]. | |btext=ος, ον :<br />désuni, en désaccord.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁρμόττω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσάρμοστος:''' [[находящийся в разладе]], [[ссорящийся]] (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]), όχι [[καλά]] συναρμοσμένος, [[ασύμφωνος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]), όχι [[καλά]] συναρμοσμένος, [[ασύμφωνος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]άρμοστος, ον [[ἁρμόζω]]<br />ill-united, Plut. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]άρμοστος, ον [[ἁρμόζω]]<br />ill-united, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, ill-united, Id.Eum. 13; insecure, πύργος App. Mith.34.
Spanish (DGE)
-ον
1 desencajado, desbaratado πύργος App.Mith.34.
2 mal avenido πρὸς μὲν ἀλλήλους ... δυσάρμοστοι de tropas de diferente proveniencia, Plu.Eum.13.
3 téc. malo de encajar, malo para la carpintería ὅσα ... δυσαρμοστότερα τῶν ξύλων Anon.in EN 128.22.
German (Pape)
[Seite 676] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
désuni, en désaccord.
Étymologie: δυσ-, ἁρμόττω.
Russian (Dvoretsky)
δυσάρμοστος: находящийся в разладе, ссорящийся (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάρμοστος: -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσάρμοστος, -ον)
αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα
αρχ.
(για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
Greek Monotonic
δυσάρμοστος: -ον (ἁρμόζω), όχι καλά συναρμοσμένος, ασύμφωνος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-άρμοστος, ον ἁρμόζω
ill-united, Plut.