δικελλίτης: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille avec le hoyau à deux pointes.<br />'''Étymologie:''' [[δίκελλα]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille avec le hoyau à deux pointes.<br />'''Étymologie:''' [[δίκελλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δικελλίτης:''' ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκελλίτης:''' [λῑ], -ου, ὁ, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δῐκελλίτης:''' [λῑ], -ου, ὁ, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δικελλίτης:''' ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐκελλ¯ίτης, ου, <i>n</i> [from [[δίκελλα]]<br />a [[digger]], Luc.
|mdlsjtxt=δῐκελλ¯ίτης, ου, <i>n</i> [from [[δίκελλα]]<br />a [[digger]], Luc.
}}
}}

Revision as of 12:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικελλίτης Medium diacritics: δικελλίτης Low diacritics: δικελλίτης Capitals: ΔΙΚΕΛΛΙΤΗΣ
Transliteration A: dikellítēs Transliteration B: dikellitēs Transliteration C: dikellitis Beta Code: dikelli/ths

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

Russian (Dvoretsky)

δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].

Greek Monotonic

δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.

Middle Liddell

δῐκελλ¯ίτης, ου, n [from δίκελλα
a digger, Luc.