διοίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἴγνυμι]].
|btext=entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἴγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διοίγνῡμι:''' Arph., Arst. = [[διοίγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διοίγνυμι:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διανοίγω]], σε Αριστοφ.· επίσης [[διοίγω]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''διοίγνυμι:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διανοίγω]], σε Αριστοφ.· επίσης [[διοίγω]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διοίγνῡμι:''' Arph., Arst. = [[διοίγω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω οίγω [[διοίγω]] Soph., Eur.]<br />to [[open]], Ar., Soph., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ξω οίγω [[διοίγω]] Soph., Eur.]<br />to [[open]], Ar., Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 12:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίγνῡμι Medium diacritics: διοίγνυμι Low diacritics: διοίγνυμι Capitals: ΔΙΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: dioígnymi Transliteration B: dioignymi Transliteration C: dioignymi Beta Code: dioi/gnumi

English (LSJ)

open, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.Ec.852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also διοίγω, S.Aj.346, OT1287, 1295 (Pass.), Pl.Smp.222a (Pass.), etc.; ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια (sc. τῇ μαχαίρᾳ) E.Supp.1205.

Spanish (DGE)

abrir διοιγνὺς τὸ στόμα de las aves al alimentar a las crías, Arist.HA 613a4, cf. Hsch.
fig. τὸ τῆς ψυχῆς διοίγνυσιν ὄμμα del conocimiento, Ph.1.442
en v. med. abrirse de las flores c. el sol, Thphr.HP 4.7.8, cf. tb. fig., Ph.2.414.

French (Bailly abrégé)

entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, etc.).
Étymologie: διά, οἴγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διοίγνῡμι: Arph., Arst. = διοίγω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίγνυμι: μέλλ. -ξω, διανοίγω, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -ὡσαύτως, διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.

Greek Monolingual

διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.

Greek Monotonic

διοίγνυμι: μέλ. -ξω, διανοίγω, σε Αριστοφ.· επίσης διοίγω, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

fut. ξω οίγω διοίγω Soph., Eur.]
to open, Ar., Soph., Eur.