θηλυκρατής: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui commande aux femmes.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[κρατέω]].
|btext=ής, ές :<br />qui commande aux femmes.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[κρατέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηλυκρᾰτής:''' [[властвующий над женщинами]] ([[ἔρως]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλυκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θηλυκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλυκρᾰτής:''' [[властвующий над женщинами]] ([[ἔρως]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θηλυ-κρᾰτής, ές [[κρατέω]]<br />[[swaying]] women, Aesch.
|mdlsjtxt=θηλυ-κρᾰτής, ές [[κρατέω]]<br />[[swaying]] women, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκρᾰτής Medium diacritics: θηλυκρατής Low diacritics: θηλυκρατής Capitals: ΘΗΛΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: thēlykratḗs Transliteration B: thēlykratēs Transliteration C: thilykratis Beta Code: qhlukrath/s

English (LSJ)

ές, swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.

Greek Monolingual

θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ακρατής, εγκρατής].

Greek Monotonic

θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θηλυ-κρᾰτής, ές κρατέω
swaying women, Aesch.