καστορίδες: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]].
|btext=ων (αἱ) :<br />chiennes de chasse laconiennes.<br />'''Étymologie:''' [[κάστωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:53, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστορίδες Medium diacritics: καστορίδες Low diacritics: καστορίδες Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΔΕΣ
Transliteration A: kastorídes Transliteration B: kastorides Transliteration C: kastorides Beta Code: kastori/des

English (LSJ)

αἱ, a famous Laconian breed of A hounds, said to be first reared by Castor, AP6.167 (Agath.), cf. Poll.5.39:—also καστόριαι κύνες X.Cyn.3.1. II sea-calves, seals, Opp.H.1.398, Ael. NA9.50.

German (Pape)

[Seite 1333] αἱ, κύνες, eine vorzügliche Art lakonischer Jagdhunde, nach Kastor benannt, Agath. 28 (VI, 167) Nic. bei Poll. 5, 39. – S. auch καστορίς.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
chiennes de chasse laconiennes.
Étymologie: κάστωρ.

Greek (Liddell-Scott)

καστορίδες: -αἱ, ἐξαίρετον εἶδος θηρευτικῶν Λακωνικῶν κυνῶν, «αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον» Πολυδ. Ε´, 39, Ἀνθ. Π. 6. 167· ὡσαύτως, καστόριαι κύνες Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. θαλάσσιοι μόσχοι ἢ φῶκαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 398, Αἰλ. π. Ζ. 9. 40.

Greek Monolingual

οι (AM καστορίδες, αἱ) κάστωρ
νεοελλ.
ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες
μσν.-αρχ.
είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια
αρχ.
1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα του Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες Κάστορος θρέμματα, Ἀπόλλωνος δὲ δῶρον», Πολυδ.)
2. φρ. «Καστορίδες πύλαι» — στενό πέρασμα στο Γύθειο, κατά τον Παυσ.

Greek Monotonic

καστορίδες: αἱ, Λακωνική ράτσα κυνηγόσκυλων που πρώτος ανέθρεψε ο Κάστορας, σε Ανθ.· επίσης καστόριαι κύνες, σε Ξεν.

Middle Liddell


a Laconian breed of hounds, first reared by Castor, Anth.: also καστόριαι κύνες Xen.