καλότης: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλότης:''' ητος ἡ красота [[Chrysippus]] ap. Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλότης]], ἡ (Α) [[καλός]]<br />(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) [[κάλλος]], [[καλλονή]].
|mltxt=[[καλότης]], ἡ (Α) [[καλός]]<br />(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) [[κάλλος]], [[καλλονή]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλότης:''' ητος ἡ красота [[Chrysippus]] ap. Plut.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότης Medium diacritics: καλότης Low diacritics: καλότης Capitals: ΚΑΛΟΤΗΣ
Transliteration A: kalótēs Transliteration B: kalotēs Transliteration C: kalotis Beta Code: kalo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, = κάλλος, beauty, a word formed by Chrysipp.Stoic.3.60.

German (Pape)

[Seite 1314] ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
beauté.
Étymologie: καλός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλότης: ητος ἡ красота Chrysippus ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλότης: -ητος, ἡ, = κάλλος, καλλονή, λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.

Greek Monolingual

καλότης, ἡ (Α) καλός
(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) κάλλος, καλλονή.