λαμπετάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />briller.<br />'''Étymologie:''' [[λάμπω]].
|btext=-ῶ :<br />briller.<br />'''Étymologie:''' [[λάμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπετάω:''' (только part. praes.) светить, сиять ([[ὄσσε]] δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμπετάω:''' = [[λάμπω]], χρησιμ. μόνο στην Επικ. μτχ. [[λαμπετόων]], αυτός που λάμπει, [[ὄσσε]] δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην, σε Όμηρ.
|lsmtext='''λαμπετάω:''' = [[λάμπω]], χρησιμ. μόνο στην Επικ. μτχ. [[λαμπετόων]], αυτός που λάμπει, [[ὄσσε]] δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπετάω:''' (только part. praes.) светить, сиять ([[ὄσσε]] δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαμπετάω]], = [[λάμπω]]<br />to [[shine]], only in epic [[part]]. [[λαμπετόων]], [[shining]], [[ὄσσε]] δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.
|mdlsjtxt=[[λαμπετάω]], = [[λάμπω]]<br />to [[shine]], only in epic [[part]]. [[λαμπετόων]], [[shining]], [[ὄσσε]] δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπετάω Medium diacritics: λαμπετάω Low diacritics: λαμπετάω Capitals: ΛΑΜΠΕΤΑΩ
Transliteration A: lampetáō Transliteration B: lampetaō Transliteration C: lampetao Beta Code: lampeta/w

English (LSJ)

A = λάμπω, shine, only in Ep. part. λαμπετόων shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il.1.104 = Od.4.662, cf. Hes.Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Id.Th.110; τείρεα λ. A.R.3.1362.

German (Pape)

[Seite 12] poet. = λάμπω, nur im partic., leuchten, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il. 1, 104 Od. 4, 662; Hes. Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Th. 310, wie τείρεα λαμπ. Ap. Rh. 3, 1362; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
briller.
Étymologie: λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπετάω: (только part. praes.) светить, сиять (ὄσσε δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπετάω: λάμπω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπικ. μετοχὴν λαμπετόων, = λάμπων, ὄσσε δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Ἰλ. Α. 104, Ὀδ. Δ. 662, Ἡσιόδ., Ἀσπ. Ἡρ. 390· - ἄστρα λαμπετόωντα ὁ αὐτ. ἐν Θ. 110· τείρεα λ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1362.

English (Autenrieth)

λάμπω.

Greek Monotonic

λαμπετάω: = λάμπω, χρησιμ. μόνο στην Επικ. μτχ. λαμπετόων, αυτός που λάμπει, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην, σε Όμηρ.

Middle Liddell

λαμπετάω, = λάμπω
to shine, only in epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.