Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλικρήδεμνος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux belles bandelettes.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κρήδεμνον]].
|btext=ος, ον :<br />aux belles bandelettes.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κρήδεμνον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλικρήδεμνος''': ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν [[κρήδεμνον]], ὡραῖον [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 623.
|elnltext=καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλικρήδεμνος:''' [[в красивой головной повязке]] ([[ἄλοχος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καλλικρήδεμνος:''' ὁ, ἡ ([[κρήδεμνον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καλλικρήδεμνος:''' ὁ, ἡ ([[κρήδεμνον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλικρήδεμνος:''' [[в красивой головной повязке]] ([[ἄλοχος]] Hom.).
|lstext='''καλλικρήδεμνος''': ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν [[κρήδεμνον]], ὡραῖον [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, [[ἄλοχος]] Ὀδ. Δ. 623.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, [[κρήδεμνον]]<br />with [[beautiful]] headband, Od.
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, [[κρήδεμνον]]<br />with [[beautiful]] headband, Od.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικρήδεμνος Medium diacritics: καλλικρήδεμνος Low diacritics: καλλικρήδεμνος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kallikrḗdemnos Transliteration B: kallikrēdemnos Transliteration C: kallikridemnos Beta Code: kallikrh/demnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.

Russian (Dvoretsky)

καλλικρήδεμνος: в красивой головной повязке (ἄλοχος Hom.).

English (Autenrieth)

(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.

Greek Monolingual

καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].

Greek Monotonic

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.

Middle Liddell

καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, κρήδεμνον
with beautiful headband, Od.