νηλεόποινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui châtie sans pitié.<br />'''Étymologie:''' [[νηλεής]], [[ποινή]].
|btext=ος, ον :<br />qui châtie sans pitié.<br />'''Étymologie:''' [[νηλεής]], [[ποινή]].
}}
{{elru
|elrutext='''νηλεόποινος:''' [[безжалостно карающий]] (Κῆρες Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηλεόποινος:''' -ον ([[ποινή]]), αυτός που τιμωρεί [[χωρίς]] οίκτο, που τιμωρεί [[χωρίς]] [[έλεος]], επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νηλεόποινος:''' -ον ([[ποινή]]), αυτός που τιμωρεί [[χωρίς]] οίκτο, που τιμωρεί [[χωρίς]] [[έλεος]], επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηλεόποινος:''' [[безжалостно карающий]] (Κῆρες Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νηλεό-ποινος, ον, [[ποινή]]<br />punishing without [[pity]], [[ruthlessly]] punishing, Hes.
|mdlsjtxt=νηλεό-ποινος, ον, [[ποινή]]<br />punishing without [[pity]], [[ruthlessly]] punishing, Hes.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεόποινος Medium diacritics: νηλεόποινος Low diacritics: νηλεόποινος Capitals: ΝΗΛΕΟΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: nēleópoinos Transliteration B: nēleopoinos Transliteration C: nileopoinos Beta Code: nhleo/poinos

English (LSJ)

ον, punishing ruthlessly, epithet of the Κῆρες, Hes.Th.217.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie sans pitié.
Étymologie: νηλεής, ποινή.

Russian (Dvoretsky)

νηλεόποινος: безжалостно карающий (Κῆρες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νηλεόποινος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀσπλάγχνως τιμωρῶν, ἐπίθετον τῶν Κηρῶν, Ἡσ. Θ. 217: μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 9, ἠλεόποινοι, αἱ τιμωροῦσαι τὴν μωρίαν, καὶ ὁμοία διάφ. γραφ. ἀπαντᾷ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362: ὁ Ruhnk. προτιμᾷ τὴν γραφὴν νηλιτόποινος, ὁ τιμωρῶν τὸν ἔνοχον.

Greek Monolingual

νηλεόποινος, -ον (Α)
(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].

Greek Monotonic

νηλεόποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρεί χωρίς οίκτο, που τιμωρεί χωρίς έλεος, επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νηλεό-ποινος, ον, ποινή
punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.