λιγύφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix claire <i>ou</i> au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], φθέγγω.
|btext=ος, ον :<br />à la voix claire <i>ou</i> au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], φθέγγω.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγύφθογγος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[звонкоголосый]] ([[ἀηδών]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[громогласный]], [[с зычным голосом]] (κήρυκες Hom.);<br /><b class="num">3)</b> звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐγύφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική [[φωνή]], λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λῐγύφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική [[φωνή]], λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγύφθογγος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[звонкоголосый]] ([[ἀηδών]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[громогласный]], [[с зычным голосом]] (κήρυκες Hom.);<br /><b class="num">3)</b> звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐγύ-φθογγος, ον [[φθογγή]]<br />[[clear]]-voiced, of heralds, Hom.; of the [[nightingale]], Ar.
|mdlsjtxt=λῐγύ-φθογγος, ον [[φθογγή]]<br />[[clear]]-voiced, of heralds, Hom.; of the [[nightingale]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγύφθογγος Medium diacritics: λιγύφθογγος Low diacritics: λιγύφθογγος Capitals: ΛΙΓΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: ligýphthongos Transliteration B: ligyphthongos Transliteration C: ligyfthoggos Beta Code: ligu/fqoggos

English (LSJ)

ον, clear-voiced, in Hom. always epithet of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.

German (Pape)

[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

λῐγύφθογγος:
1) звонкоголосый (ἀηδών Arph.);
2) громогласный, с зычным голосом (κήρυκες Hom.);
3) звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.· αὐλίσκοι Θέογν. 241· ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).

English (Autenrieth)

loud-voiced, clearvoiced.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.

Greek Monotonic

λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λῐγύ-φθογγος, ον φθογγή
clear-voiced, of heralds, Hom.; of the nightingale, Ar.