νεφελωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />fait de nuages.<br />'''Étymologie:''' [[νεφέλη]]. | |btext=ή, όν :<br />fait de nuages.<br />'''Étymologie:''' [[νεφέλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεφελωτός:''' [[сделанный из облака]], [[облачный]] ([[τεῖχος]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεφελωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το <i>νεφελόω</i> = [[σχηματίζω]] σύννεφα), [[συννεφιασμένος]], [[γεμάτος]] σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ. | |lsmtext='''νεφελωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το <i>νεφελόω</i> = [[σχηματίζω]] σύννεφα), [[συννεφιασμένος]], [[γεμάτος]] σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νεφελωτός]], ή, όν [as if from νεφελόω to [[form]] clouds]<br />[[clouded]], made of clouds, Luc. | |mdlsjtxt=[[νεφελωτός]], ή, όν [as if from νεφελόω to [[form]] clouds]<br />[[clouded]], made of clouds, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de nuages.
Étymologie: νεφέλη.
Russian (Dvoretsky)
νεφελωτός: сделанный из облака, облачный (τεῖχος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.
Greek Monolingual
νεφελωτός, -ή, -όν (Α)
γεμάτος με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κατάλ. -ωτός, μέσω αμάρτ. αρχ. νεφελώ].
Greek Monotonic
νεφελωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το νεφελόω = σχηματίζω σύννεφα), συννεφιασμένος, γεμάτος σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.
Middle Liddell
νεφελωτός, ή, όν [as if from νεφελόω to form clouds]
clouded, made of clouds, Luc.