κατερυκάνω: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κατερύκω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />c.</i> [[κατερύκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατερῡκάνω:''' Hom. = [[κατερύκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερῡκάνω:''' [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κατερῡκάνω:''' [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερῡκάνω:''' Hom. = [[κατερύκω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt==kateru/_kw, Il.]
|mdlsjtxt==kateru/_kw, Il.]
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκάνω Medium diacritics: κατερυκάνω Low diacritics: κατερυκάνω Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΑΝΩ
Transliteration A: katerykánō Transliteration B: katerykanō Transliteration C: katerykano Beta Code: kateruka/nw

English (LSJ)

[ᾰ], lengthd. form of κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.

German (Pape)

[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κατερύκω.

Russian (Dvoretsky)

κατερῡκάνω: Hom. = κατερύκω.

Greek (Liddell-Scott)

κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.

Greek Monolingual

κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.

Greek Monotonic

κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

=kateru/_kw, Il.]