νώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on a sur le dos.<br />'''Étymologie:''' [[νωτίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on a sur le dos.<br />'''Étymologie:''' [[νωτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νώτισμα:''' ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νώτισμα:''' -ατος, τό ([[νωτίζω]]), αυτό που καλύπτει την [[πλάτη]], λέγεται για φτερά, σε Ευρ.
|lsmtext='''νώτισμα:''' -ατος, τό ([[νωτίζω]]), αυτό που καλύπτει την [[πλάτη]], λέγεται για φτερά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νώτισμα:''' ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νώτισμα]], ατος, τό, [[νωτίζω]]<br />that [[which]] covers the [[back]], of wings, Eur.
|mdlsjtxt=[[νώτισμα]], ατος, τό, [[νωτίζω]]<br />that [[which]] covers the [[back]], of wings, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώτισμα Medium diacritics: νώτισμα Low diacritics: νώτισμα Capitals: ΝΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: nṓtisma Transliteration B: nōtisma Transliteration C: notisma Beta Code: nw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό, (νωτίζω II) that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.

German (Pape)

[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

νώτισμα: ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.

Greek Monolingual

νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.

Greek Monotonic

νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.

Middle Liddell

νώτισμα, ατος, τό, νωτίζω
that which covers the back, of wings, Eur.