λιθουργός: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à travailler la pierre;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθουργός]] tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à travailler la pierre;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθουργός]] tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθουργός:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[каменотес]], [[каменщик]] Arph., Thuc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[ваятель]] Arst.<br />камнеобрабатывающий, каменотесный (σιδήρια Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐθουργός:''' ὁ ([[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει την [[πέτρα]], [[λιθοξόος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>σιδήρια λιθουργά</i>, τα εργαλεία του λιθοξόου, σε Θουκ. | |lsmtext='''λῐθουργός:''' ὁ ([[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει την [[πέτρα]], [[λιθοξόος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>σιδήρια λιθουργά</i>, τα εργαλεία του λιθοξόου, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῐθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[worker]] in [[stone]], [[stone]]-[[mason]], Ar., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as adj., σιδήρια λιθουργά a stonemason's tools, Thuc. | |mdlsjtxt=λῐθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[worker]] in [[stone]], [[stone]]-[[mason]], Ar., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as adj., σιδήρια λιθουργά a stonemason's tools, Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A stone-mason, Ar.Av.1134, Th.4.69, 5.82, etc.; sculptor in marble, opp. ἀνδριαντοποιός (in bronze), Arist.EN1141a10, cf.Supp.Epigr.3.464 (Thess., iv B.C.). 2 σιδήρια λιθουργά a stone-mason's tools, Th.4.4.
German (Pape)
[Seite 46] Steine bearbeitend, behauend, Thuc. 4, 69, σιδήρια, 4, 4; neben τέκτονες, Plut. Pericl. 12; Bildhauer, Arist. eth. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert à travailler la pierre;
2 ὁ λιθουργός tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
λῐθουργός: II ὁ
1) каменотес, каменщик Arph., Thuc., Plut.;
2) ваятель Arst.
камнеобрабатывающий, каменотесный (σιδήρια Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, λιθοξόος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἀνδριαντοποιός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4.
Greek Monolingual
λιθουργός, ὁ (Α)
1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος
2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο
3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» — εργαλεία του κτίστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -(F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός, τοξουργός].
Greek Monotonic
λῐθουργός: ὁ (ἔργω)·
I. αυτός που δουλεύει την πέτρα, λιθοξόος, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. ως επίθ., σιδήρια λιθουργά, τα εργαλεία του λιθοξόου, σε Θουκ.
Middle Liddell
λῐθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
I. a worker in stone, stone-mason, Ar., Thuc.
II. as adj., σιδήρια λιθουργά a stonemason's tools, Thuc.