μερίμνημα: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />soin, souci, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />soin, souci, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μερίμνημα:''' дор. [[μερίμναμα|μερίμνᾱμα]], ατος τό забота, тревога, волнение (ἀλεγεινόν Pind.; [[βαρύ]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μερίμνημα:''' -ατος, τό, [[ανησυχία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''μερίμνημα:''' -ατος, τό, [[ανησυχία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μερίμνημα:''' дор. [[μερίμναμα|μερίμνᾱμα]], ατος τό забота, тревога, волнение (ἀλεγεινόν Pind.; [[βαρύ]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μερίμνημα]], ατος, τό, [from [[μεριμνάω]]<br />[[anxiety]], Soph.
|mdlsjtxt=[[μερίμνημα]], ατος, τό, [from [[μεριμνάω]]<br />[[anxiety]], Soph.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερίμνημα Medium diacritics: μερίμνημα Low diacritics: μερίμνημα Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΜΑ
Transliteration A: merímnēma Transliteration B: merimnēma Transliteration C: merimnima Beta Code: meri/mnhma

English (LSJ)

Dor. μερίμν-ᾱμα, ατος, τό, anxiety, in plural, Pi. Fr.277, 278, S.Ph.186 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 134] τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
soin, souci, inquiétude.
Étymologie: μεριμνάω.

Russian (Dvoretsky)

μερίμνημα: дор. μερίμνᾱμα, ατος τό забота, тревога, волнение (ἀλεγεινόν Pind.; βαρύ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μερίμνημα: τό, μέριμνα, ἀνησυχία, Πινδ. Ἀποσπ. 245, 251, Σοφ. Φιλ. 186.

Greek Monolingual

μερίμνημα, το (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) μεριμνώ
μέριμνα, φροντίδα
μσν.
αντικείμενο μέριμνας.

Greek Monotonic

μερίμνημα: -ατος, τό, ανησυχία, σε Σοφ.

Middle Liddell

μερίμνημα, ατος, τό, [from μεριμνάω
anxiety, Soph.