μήρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υκος (ὁ) :<br />sorte de poisson ruminant.<br />'''Étymologie:''' [[μηρυκάομαι]]. | |btext=υκος (ὁ) :<br />sorte de poisson ruminant.<br />'''Étymologie:''' [[μηρυκάομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήρυξ:''' υκος ὁ рыба морской попугай (Scarus cretensis) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήρυξ]], -υκος, ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[σκάρος]] ο [[κρητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μηρυκάζω]]. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] πιστευόταν ότι μηρυκάζει την [[τροφή]] του]. | |mltxt=[[μήρυξ]], -υκος, ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[σκάρος]] ο [[κρητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μηρυκάζω]]. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] πιστευόταν ότι μηρυκάζει την [[τροφή]] του]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
υκος, ὁ, a ruminating fish, Scarus cretensis, Arist.HA632b10.
German (Pape)
[Seite 178] υκος, ὁ, ein wiederkäuender Fisch, Arist. H. A. 9, 50.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
sorte de poisson ruminant.
Étymologie: μηρυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μήρυξ: υκος ὁ рыба морской попугай (Scarus cretensis) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μήρυξ: -ῡκος, ὁ, ἰχθύς τις μηρυκώμενος, οἷος ὁ σκάρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.
Greek Monolingual
μήρυξ, -υκος, ὁ (Α)
το ψάρι σκάρος ο κρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του].