νικάτωρ: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nikator | |Transliteration C=nikator | ||
|Beta Code=nika/twr | |Beta Code=nika/twr | ||
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for [[νικήτωρ]], < | |Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for [[νικήτωρ]],<br><span class="bld">A</span> [[conqueror]], cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, ''OGI''233, Plu.''Arist.''6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ ''OGI''245.11.<br><span class="bld">II</span> in plural <b class="b3">ν., οἱ,</b> [[the evervictorious]], [[epithet]] of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for νικήτωρ,
A conqueror, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, OGI233, Plu.Arist.6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ OGI245.11.
II in plural ν., οἱ, the evervictorious, epithet of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.
German (Pape)
[Seite 255] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
« conquérant », surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie.
Étymologie: νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, νικητής, Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6· ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235· οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19· - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».
Greek Monolingual
νικάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. νικήτωρ.
Greek Monotonic
νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. αντί νικήτωρ, νικητής, κατακτητής, σε Πλούτ.