καταψεκάζω: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=arroser goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ψεκάζω.
|btext=arroser goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ψεκάζω.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψεκάζω:''' атт. [[καταψακάζω]] обрызгивать, окроплять, увлажнять (φαρμάκῳ Plut.; λειμώνιαι δρόσοι κατεψάκαζον, sc. Ἀχαιούς Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταψεκάζω:''' Αττ. -[[ψακάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[υγραίνω]] με συνεχείς βροχές, [[καταβρέχω]], καταραντίζω, σε Αισχύλ., Πλούτ.
|lsmtext='''καταψεκάζω:''' Αττ. -[[ψακάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[υγραίνω]] με συνεχείς βροχές, [[καταβρέχω]], καταραντίζω, σε Αισχύλ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψεκάζω:''' атт. [[καταψακάζω]] обрызгивать, окроплять, увлажнять (φαρμάκῳ Plut.; λειμώνιαι δρόσοι κατεψάκαζον, sc. Ἀχαιούς Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -[[ψακάζω]] fut. σω<br />to wet by [[continual]] dropping, Aesch., Plut.
|mdlsjtxt=[[attic]] -[[ψακάζω]] fut. σω<br />to wet by [[continual]] dropping, Aesch., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψεκάζω Medium diacritics: καταψεκάζω Low diacritics: καταψεκάζω Capitals: ΚΑΤΑΨΕΚΑΖΩ
Transliteration A: katapsekázō Transliteration B: katapsekazō Transliteration C: katapsekazo Beta Code: katayeka/zw

English (LSJ)

Att. καταψᾰκ-, wet by continual dropping, δρόσοι κατεψάκαζον A.Ag.561; κ. φαρμάκῳ Plu.Alex.35:—hence καταψεκ-αστέον Gp.5.39.2.

French (Bailly abrégé)

arroser goutte à goutte.
Étymologie: κατά, ψεκάζω.

Russian (Dvoretsky)

καταψεκάζω: атт. καταψακάζω обрызгивать, окроплять, увлажнять (φαρμάκῳ Plut.; λειμώνιαι δρόσοι κατεψάκαζον, sc. Ἀχαιούς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

καταψεκάζω: Ἀττ. καταψακ-, καταβρέχω μὲ ψεκάδας, μὲ λεπτὴν καὶ ἀραιὰν βροχήν, καταρραντίζω, δρόσοι κατεψάκαζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 561· κ. φαρμάκῳ Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ῥημ. ἐπίθετ. -ψεκαστέον, Γεωπ. 5. 39.

Greek Monolingual

καταψεκάζω (AM, Α αττ. τ. καταψακάζω)
ραντίζω με ψιχάλες, με συνεχή αραιή βροχή, καταβρέχω («δρόσοι κατεψάκαζον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

καταψεκάζω: Αττ. -ψακάζω, μέλ. -σω, υγραίνω με συνεχείς βροχές, καταβρέχω, καταραντίζω, σε Αισχύλ., Πλούτ.

Middle Liddell

attic -ψακάζω fut. σω
to wet by continual dropping, Aesch., Plut.