μουσόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />possédé, inspiré par les Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[ληπτός]]. | |btext=ος, ον :<br />possédé, inspiré par les Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[ληπτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσόληπτος:''' [[вдохновленный музами]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουσόληπτος:''' -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ. | |lsmtext='''μουσόληπτος:''' -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μουσό-ληπτος, ον<br />[[Muse]]-[[inspired]], Plut. | |mdlsjtxt=μουσό-ληπτος, ον<br />[[Muse]]-[[inspired]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.
Russian (Dvoretsky)
μουσόληπτος: вдохновленный музами Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό-ληπτος, φρενό-ληπτος].
Greek Monotonic
μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.