μελασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελασμός:''' ὁ [[черное пятно]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]].
|mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελασμός:''' ὁ [[черное пятно]] Plut.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελασμός Medium diacritics: μελασμός Low diacritics: μελασμός Capitals: ΜΕΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: melasmós Transliteration B: melasmos Transliteration C: melasmos Beta Code: melasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A blackening of flesh from mortification, Hp.Aph. 5.17 (pl.). 2 dyeing black, μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446. II black spot, Plu.2.921f (pl.), Simp.in Ph.1294.20; on snakes, Plu.2.564d.

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, das Schwärzen, im plur. schwarze Flecken, Plut. tac. orb. lun. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. μέλασμα.

Russian (Dvoretsky)

μελασμός:черное пятно Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελασμός: ὁ, «μαύρισμα», τῶν τριχῶν Διοσκ. 1. 155· ἰδίως «μελάνιασμα» ἐκ νεκρώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. μελανὸν στίγμα, Πλουτ. 2. 921F.

Greek Monolingual

μελασμός, ὁ (Α) μελαίνω
1. το μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως
2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)
3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα
4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.