μελασμός

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελασμός Medium diacritics: μελασμός Low diacritics: μελασμός Capitals: ΜΕΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: melasmós Transliteration B: melasmos Transliteration C: melasmos Beta Code: melasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A blackening of flesh from mortification, Hp.Aph. 5.17 (pl.).
2 dyeing black, μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446.
II black spot, Plu.2.921f (pl.), Simp.in Ph.1294.20; on snakes, Plu.2.564d.

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, das Schwärzen, im plur. schwarze Flecken, Plut. tac. orb. lun. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. μέλασμα.

Russian (Dvoretsky)

μελασμός:черное пятно Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελασμός: ὁ, «μαύρισμα», τῶν τριχῶν Διοσκ. 1. 155· ἰδίως «μελάνιασμα» ἐκ νεκρώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. μελανὸν στίγμα, Πλουτ. 2. 921F.

Greek Monolingual

μελασμός, ὁ (Α) μελαίνω
1. το μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως
2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)
3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα
4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.