νεοτελής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />nouvellement achevé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέλος]]. | |btext=ής, ές :<br />nouvellement achevé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοτελής:''' [[новопосвященный]] Plat., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''νεοτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεο-τελής, ές [[τέλος]]<br />[[newly]] [[initiated]], Plat. | |mdlsjtxt=νεο-τελής, ές [[τέλος]]<br />[[newly]] [[initiated]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, newly initiated, Pl.Phdr.250e (glossed νεωστὶ τετελεσμένος Tim.Lex., ν. τετελειωμένος Phot., Suid.), Luc.DMeretr.11.2; ψυχή Him.Or.14.12; ἦθος Id.Ed.10.6.
German (Pape)
[Seite 245] ές, 1) eben erst beendigt, Suid. – 2) eben erst eingeweiht; Plat. Phaedr. 250 e; Luc. D. Mer. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement achevé.
Étymologie: νέος, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
νεοτελής: новопосвященный Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νεοτελής: -ές, νεωστὶ τετελειωμένος, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ νεωστὶ μυηθείς, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 2.
Greek Monolingual
νεοτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πρόσφατα, αυτός που κατηχήθηκε πρόσφατα
2. αυτός που τελείωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τελής (< τέλος «σκοπός»), πρβλ. ημι-τελής].
Greek Monotonic
νεοτελής: -ές (τέλος), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ.