ξυστοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance une javeline.<br />'''Étymologie:''' [[ξυστόν]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui lance une javeline.<br />'''Étymologie:''' [[ξυστόν]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξυστοβόλος:''' ὁ [[копьеметатель]] (эпитет Вакха) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξυστοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που εξακοντίζει [[δόρυ]], που ρίχνει [[ακόντιο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ξυστοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που εξακοντίζει [[δόρυ]], που ρίχνει [[ακόντιο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξυστοβόλος:''' ὁ [[копьеметатель]] (эпитет Вакха) Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξυστο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />[[spear]]-darting, Anth.
|mdlsjtxt=ξυστο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />[[spear]]-darting, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστοβόλος Medium diacritics: ξυστοβόλος Low diacritics: ξυστοβόλος Capitals: ΞΥΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: xystobólos Transliteration B: xystobolos Transliteration C: ksystovolos Beta Code: custobo/los

English (LSJ)

ον, spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 283] speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance une javeline.
Étymologie: ξυστόν, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ξυστοβόλος:копьеметатель (эпитет Вакха) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστοβόλος: -ον, ὁ βάλλων ξυστόν, δηλ. ἐξακοντίζων δόρυ, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.

Greek Monolingual

ξυστοβόλος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

ξυστοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζει δόρυ, που ρίχνει ακόντιο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξυστο-βόλος, ον, βάλλω
spear-darting, Anth.