κεραυνοβολία: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de lancer la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνοβόλος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de lancer la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνοβόλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεραυνοβολία:''' ἡ [[метание молний]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κεραυνοβολία]]) [[κεραυνοβολώ]]<br />[[εξακόντιση]] ή [[πτώση]] κεραυνού, [[κεραυνοβόληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσβολή]] ανθρώπων και ζώων από κεραυνό [[καθώς]] και τα φαινόμενά της<br /><b>2.</b> βίαιη [[εκκένωση]] έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο [[σώμα]], [[ηλεκτροπληξία]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[κεραυνοβολία]]) [[κεραυνοβολώ]]<br />[[εξακόντιση]] ή [[πτώση]] κεραυνού, [[κεραυνοβόληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσβολή]] ανθρώπων και ζώων από κεραυνό [[καθώς]] και τα φαινόμενά της<br /><b>2.</b> βίαιη [[εκκένωση]] έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο [[σώμα]], [[ηλεκτροπληξία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, thunder-storm, Str.13.4.11 (pl.), Plu.2.624b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, das Schleudern des Donnerkeils, das Treffen damit; Strab. XIII, 628; Plut. Symp. 1, 6, 2, im plur., u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβολία: ἡ метание молний Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβολία: ἡ, θύελλα μετὰ κεραυνῶν, Στράβ. 628, Πλούτ. 2. 624Β.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεραυνοβολία) κεραυνοβολώ
εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση
νεοελλ.
1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της
2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία.