καλλίκερως: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ω (ὁ, ἡ)<br /><i>acc.</i> ων;<br />aux belles cornes.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κέρας]]. | |btext=ω (ὁ, ἡ)<br /><i>acc.</i> ων;<br />aux belles cornes.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κέρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλίκερως:''' adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами ([[ἔλαφος]], [[ταῦρος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλίκερως:''' ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''καλλίκερως:''' ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κέρας]]<br />with [[beautiful]] horns, Anth. | |mdlsjtxt=[[κέρας]]<br />with [[beautiful]] horns, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 3 October 2022
English (LSJ)
= καλλικέρας (with beautiful horns), ταῦρος, ἔλαφος, AP7.744 (D.L.), 9.603(Antip.). II = τῆλις, Gal.12.426.
German (Pape)
[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
French (Bailly abrégé)
ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.
Russian (Dvoretsky)
καλλίκερως: adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами (ἔλαφος, ταῦρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.
Greek Monolingual
ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγόκερως ορθόκερως].
Greek Monotonic
καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.