λαβυρινθώδης: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à un labyrinthe, inextricable.<br />'''Étymologie:''' [[λαβύρινθος]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />qui ressemble à un labyrinthe, inextricable.<br />'''Étymologie:''' [[λαβύρινθος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰβῠρινθώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[лабиринтообразный]], [[закрученный]] ([[ἀστράγαλος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[запутанный]], [[крайне сложный]] (ἐρωτήσεις Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λαβυρινθώδης]], -ῶδες) [[λαβύρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]] («λαβυρινθῶδες [[οἴκημα]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]] ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει [[κάποιος]] τη [[λύση]] («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»). | |mltxt=-ες (Α [[λαβυρινθώδης]], -ῶδες) [[λαβύρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]] («λαβυρινθῶδες [[οἴκημα]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]] ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει [[κάποιος]] τη [[λύση]] («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, labyrinthine, contorted, ἀστράγαλος Arist.HA499b25; οἴκημα Procop.Arc. 4: metaph., δόξα Ph.1.192; ἐρωτήσεις Luc.Fug.10.
German (Pape)
[Seite 2] ες, einem Labyrinth ähnlich, ἀστράγαλος, vielfach gewunden, Arist. H. A. 2, 1, ἱμάντος λ. περιστροφή, Poll. 9, 118; worin man sich leicht verirren u. verwirren kann, καὶ δυσέκλυτος δόξα, Philo; ἐρώτησις, Luc. fugit. 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à un labyrinthe, inextricable.
Étymologie: λαβύρινθος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
λᾰβῠρινθώδης:
1) лабиринтообразный, закрученный (ἀστράγαλος Arst.);
2) запутанный, крайне сложный (ἐρωτήσεις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβῠρινθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λαβύρινθον, διάστροφος, ἀστράγαλος Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33· - πολύπλοκος, σκολιός, δόξα Φίλων 1. 192· ἐρωτήσεις Λουκ. Δραπ. 10.
Greek Monolingual
-ες (Α λαβυρινθώδης, -ῶδες) λαβύρινθος
1. αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, περίπλοκος, πολύπλοκος («λαβυρινθῶδες οἴκημα», Προκ.)
2. μτφ. δυσνόητος ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει κάποιος τη λύση («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»).