λεόντειος: Difference between revisions
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]]. | |btext=α, ον :<br />de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεόντειος:''' [[львиный]] ([[δορά]] Aesch.; ὄνυχες Plut.; [[δέρμα]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3, A of a lion, τῆς λ. <δορᾶς> A.Fr.109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al. 2 lion-like, δύναμις Epich.[301]; βία AP9.221 (Marc. Arg.). 3 ἡ λεόντειος πόα, = ὀροβάγχη, Gp.2.42.3.
German (Pape)
[Seite 28] poet. = Folgdm; δορά Aesch. frg. 96, wie δέρμα Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.
Russian (Dvoretsky)
λεόντειος: львиный (δορά Aesch.; ὄνυχες Plut.; δέρμα Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λεόντειος: -α, -ον, ὡσαύτως μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, δύναμις Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ λεόντειος πόα = ὀροβάγχη, Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λεόντειος, -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («λεόντειος σχολή»)
2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία» — εταιρεία της οποίας ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες
β) «λεόντειο προσωπείο»
ιατρ. η λεοντίαση
μσν.
φρ. «λεόντειος πόα» — το φυτό οροβάγχη
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λεοντεία
α) λεοντή
β) (εσφ. ανάγν.) αγριότητα, θηριωδία
αρχ.
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ειος. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. rewotejo].