μεσαιπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à demi blanc, grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[πολιός]].
|btext=ος, ον :<br />à demi blanc, grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[πολιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαιπόλιος:''' [μέσαι - locativus к [[μέσος]] наполовину седой, с проседью ([[Ἰδομενεύς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσαιπόλιος:''' -ον, ποιητ. αντί [[μεσοπόλιος]], αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. [[μεσήλικας]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεσαιπόλιος:''' -ον, ποιητ. αντί [[μεσοπόλιος]], αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. [[μεσήλικας]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαιπόλιος:''' [μέσαι - locativus к [[μέσος]] наполовину седой, с проседью ([[Ἰδομενεύς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσαι-πόλιος, ον [poetic for [[μεσοπόλιος]]<br />[[half]]-[[gray]], [[grizzled]], i. e. [[middle]]-[[aged]], Il.
|mdlsjtxt=μεσαι-πόλιος, ον [poetic for [[μεσοπόλιος]]<br />[[half]]-[[gray]], [[grizzled]], i. e. [[middle]]-[[aged]], Il.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαιπόλιος Medium diacritics: μεσαιπόλιος Low diacritics: μεσαιπόλιος Capitals: ΜΕΣΑΙΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: mesaipólios Transliteration B: mesaipolios Transliteration C: mesaipolios Beta Code: mesaipo/lios

English (LSJ)

ον, half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi blanc, grisonnant.
Étymologie: μέσος, πολιός.

Russian (Dvoretsky)

μεσαιπόλιος: [μέσαι - locativus к μέσος наполовину седой, с проседью (Ἰδομενεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».

English (Autenrieth)

(μέσος, πολιός): halfgray, grizzled, Il. 13.361†.

Greek Monolingual

μεσαιπόλιος, -ον (Α)
βλ. μεσοπόλιος.

Greek Monotonic

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. αντί μεσοπόλιος, αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. μεσήλικας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μεσαι-πόλιος, ον [poetic for μεσοπόλιος
half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.