νέορτος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vient de surgir, <i>d'où</i><br /><b>1</b> nouveau, récent;<br /><b>2</b> <i>au fém.</i> jeune femme, nouvelle épouse.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ὄρνυμι]].
|btext=ος, ον :<br />qui vient de surgir, <i>d'où</i><br /><b>1</b> nouveau, récent;<br /><b>2</b> <i>au fém.</i> jeune femme, nouvelle épouse.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ὄρνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νέορτος:''' <b class="num">II</b> adj. f новобрачная ([[νύμφα]] Soph.).<br />вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νέορτος:''' <b class="num">II</b> adj. f новобрачная ([[νύμφα]] Soph.).<br />вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νέ-ορτος, ον [[ὄρνυμι]]<br />[[newly]] arisen, new, Soph.
|mdlsjtxt=νέ-ορτος, ον [[ὄρνυμι]]<br />[[newly]] arisen, new, Soph.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέορτος Medium diacritics: νέορτος Low diacritics: νέορτος Capitals: ΝΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: néortos Transliteration B: neortos Transliteration C: neortos Beta Code: ne/ortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμι) newly arisen, τί δ' ἐστίν, ὦ παῖ Λαΐου, ν. αὖ; S. OC1507; of persons, new, ἁ ν. ἅδε νύμφα Id.Tr.894 (lyr.); also, youthful (expld. by ἔφηβος, Phot.), τὰν ν. Ἑρμιόναν S.Fr.872 (lyr., νεοργόν or -ουργόν codd. Plu.).

German (Pape)

[Seite 243] neu erregt, -entstanden, jung, frisch; τί δ' ἐστὶν νέορτον αὖ; Soph. O. C. 1503, vgl. Trach. 890.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de surgir, d'où
1 nouveau, récent;
2 au fém. jeune femme, nouvelle épouse.
Étymologie: νέος, ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νέορτος: II adj. f новобрачная (νύμφα Soph.).
вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?

Greek (Liddell-Scott)

νέορτος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ νεωστὶ ἐγερθείς, νέος, ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1507· ἐπὶ προσώπων, ἁ ν. ἅδε νύμφα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 894· τὰν ν. Ἑρμιόναν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 791.

Greek Monolingual

νέορτος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος
2. το αρσ. ως ουσ.νέορτος
νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον
πρόσφατο συμβάν («τί δ' ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. θέ-ορτος, παλίν-ορτος].

Greek Monotonic

νέορτος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που μόλις εμφανίστηκε, νέος, πρόσφατος, λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.

Middle Liddell

νέ-ορτος, ον ὄρνυμι
newly arisen, new, Soph.