μειονεξία: Difference between revisions

From LSJ

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />infériorité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μειονεκτέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />infériorité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μειονεκτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μειονεξία:''' ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ [[ἐνῆν]] [[πρόφασις]] μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μειονεξία:''' ἡ, [[μειονέκτημα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μειονεξία:''' ἡ, [[μειονέκτημα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μειονεξία:''' ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ [[ἐνῆν]] [[πρόφασις]] μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μειονεξία]], ἡ,<br />[[disadvantage]], Xen.
|mdlsjtxt=[[μειονεξία]], ἡ,<br />[[disadvantage]], Xen.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειονεξία Medium diacritics: μειονεξία Low diacritics: μειονεξία Capitals: ΜΕΙΟΝΕΞΙΑ
Transliteration A: meionexía Transliteration B: meionexia Transliteration C: meioneksia Beta Code: meioneci/a

English (LSJ)

ἡ, taking less than one's due, opp. πλεονεξία, X.Cyr.2.1.25, Hierax ap.Stob.3.9.54, Simp.in Cael.171.20.

German (Pape)

[Seite 116] ἡ, das Wenigerhaben, im Nachtheil Sein, Xen. Cyr. 2, 1, 25 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
infériorité.
Étymologie: cf. μειονεκτέω.

Russian (Dvoretsky)

μειονεξία: ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ ἐνῆν πρόφασις μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.

Greek (Liddell-Scott)

μειονεξία: ἡ, τὸ ἔχειν μεῖον, ὀλιγώτερον ἄλλου, ἀντίθετον τῷ πλεονεξία, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 25.

Greek Monolingual

η (Α μειονεξία) μειονέκτης
η κατάσταση του μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου.

Greek Monotonic

μειονεξία: ἡ, μειονέκτημα, σε Ξεν.

Middle Liddell

μειονεξία, ἡ,
disadvantage, Xen.