μειονεκτέω

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειονεκτέω Medium diacritics: μειονεκτέω Low diacritics: μειονεκτέω Capitals: ΜΕΙΟΝΕΚΤΕΩ
Transliteration A: meionektéō Transliteration B: meionekteō Transliteration C: meionekteo Beta Code: meionekte/w

English (LSJ)

(ἔχω) have too little, to be poor, σὺν τῷ γενναίῳ μ., opp. σὺν τῷ ἀδίκῳ πλέον ἔχειν, X.Ages.4.5; come short, μ. εἰ μή… Id.Cyr. 8.6.23, cf. Mem.3.14.6; μ. ἔν τινι fall short in a thing, Id.Hier.1.11, 27: c. gen. rei, to be short of a thing, σίτων καὶ ποτῶν ib.2.1; μ. τῶν εὐφροσυνῶν ἔν τινι ib.1.29; τῶν δικαίων D.H.6.71: c. gen. pers. et dat. rei, τῇ εὐφροσύνῃ μ. τῶν ἰδιωτῶν X.Hier.1.18; opp. πλεονεκτέω, Hierax ap.Stob.3.9.54.

German (Pape)

[Seite 116] = μεῖον ἔχειν τινός, Gegensatz von πλεονεκτέω, weniger als ein Anderer haben, d. i. zu kurz kommen, im Nachtheil sein, Xen. Cyr. 8, 6, 23 Mem. 3, 14, 6 u. öfter; τινός, Hier. 1, 29 u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 4.

French (Bailly abrégé)

μειονεκτῶ :
1 avoir moins qu'il ne faudrait, avoir trop peu, être pauvre;
2 avoir moins, être à court de, gén. : μ. τινός τινι XÉN être inférieur à qqn en qch.
Étymologie: μεῖον, adj. verb. de ἔχω, cf. πλεονεκτέω.

Russian (Dvoretsky)

μειονεκτέω: терпеть нужду, быть бедным (τινος, τινι и ἔν τινι Xen.): τινὶ μ. τινος Xen. в чем-л. уступать кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

μειονεκτέω: (ἔχω) ἔχω πολὺ ὀλίγον, δὲν εὐπορῶ, Ξεν. Ἀγησ. 4. 5· ὑπολείπομαι εἴς τι, εἶμαι ὑποδεέστερος τῶν ἄλλων, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 6, 23, κτλ.· - Σύνταξις: ἀπολ., Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπομν. 3. 14, 6· μετὰ δοτ. πράγματος, ὑστερῶ ἔν τινι, κατά τι, Ἱέρ. 1, 11· ὡσαύτως, ἔν τινι αὐτόθι 1, 27· μετὰ γεν. πράγματος ἔχω ἔλλειψίν τινος, σίτων καὶ ποτῶν αὐτόθι 2. 1· ὡσαύτως, μ. τῶν εὐφροσυνῶν ἔν τινι αὐτόθι 1. 29· ὁμοίως, μετὰ γεν. προσώπου καὶ πράγματος, μειονεκτῶ τῶν ἰδιωτῶν τῇ εὐφροσύνῃ, εἶμαι ὑποδεέστερος κατὰ τοῦτο, αὐτόθι 1, 18. Ἀντίθετον τῷ πλεονεκτέω.

Greek Monotonic

μειονεκτέω: (ἔχω), μέλ. -ήσω, έχω πάρα πολύ λίγα χρήματα, είμαι φτωχός, σε Ξεν.· επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., έχω έλλειψη ενός πράγματος, στον ίδ.

Middle Liddell

μειον-εκτέω, fut. -ήσω [ἔχω]
to have too little, to be poor, Xen.: to be worse off, come short, Xen.; c. gen. rei, to be short of a thing, Xen.