μυχοίτατος: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui est tout au fond.<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]].
|btext=η, ον :<br />qui est tout au fond.<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχοίτατος:''' [superl. locat. *[[μυχοῖ]] от [[μυχός]] самый крайний: ἷζε μ. Hom. он сидел на краю (стола), т. е. вдали от остальных.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠχοίτατος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[μύχιος]], αυτός που βρίσκεται στην εσώτατη, την πιο απομακρυσμένη [[γωνία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μῠχοίτατος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[μύχιος]], αυτός που βρίσκεται στην εσώτατη, την πιο απομακρυσμένη [[γωνία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχοίτατος:''' [superl. locat. *[[μυχοῖ]] от [[μυχός]] самый крайний: ἷζε μ. Hom. он сидел на краю (стола), т. е. вдали от остальных.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῠχοίτατος, η, ον [irreg. Sup. of [[μύχιος]]<br />in the farthest [[corner]], Od.
|mdlsjtxt=μῠχοίτατος, η, ον [irreg. Sup. of [[μύχιος]]<br />in the farthest [[corner]], Od.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχοίτατος Medium diacritics: μυχοίτατος Low diacritics: μυχοίτατος Capitals: ΜΥΧΟΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: mychoítatos Transliteration B: mychoitatos Transliteration C: mychoitatos Beta Code: muxoi/tatos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, ἷζε μυχοίτατος in the farthest corner he used to sit, Od.21.146.

German (Pape)

[Seite 224] superl. zu μύχιος, παρὰ κρητῆρι ἷζε μυχοίτατος, er saß im Innersten, d. i. am weitesten vom Eingang ab, Od. 21, 146.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui est tout au fond.
Étymologie: μυχός.

Russian (Dvoretsky)

μῠχοίτατος: [superl. locat. *μυχοῖ от μυχός самый крайний: ἷζε μ. Hom. он сидел на краю (стола), т. е. вдали от остальных.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχοίτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, μυχοίτατος ἷζε, ἐκάθισεν ἐνδότατος εἰς τὴν ἐνδοτάτην γωνίαν, Ὀδ. Φ. 146.

English (Autenrieth)

sup. formed from the locative of μυχός: inmost (in the men's hall), farthest away (from the rest and from the entrance), Od. 21.146†.

Greek Monolingual

μυχοίτατος, -άτη, -ον (Α)
(ανώμ. υπερθ. του μύχιος) μυχαίτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μυχός και προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο τ. τοπικής μυχοῖ.

Greek Monotonic

μῠχοίτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του μύχιος, αυτός που βρίσκεται στην εσώτατη, την πιο απομακρυσμένη γωνία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μῠχοίτατος, η, ον [irreg. Sup. of μύχιος
in the farthest corner, Od.