πρόνομος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui paît en allant devant soi <i>ou</i> en allant çà et là.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br />qui paît en allant devant soi <i>ou</i> en allant çà et là.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[νέμω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόνομος:''' [[пасущийся]] (βοτὰ πρόνομα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[προνέμομαι]]<br />(για [[φυτοφάγα]] ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το [[σώμα]] του [[προς]] τα [[εμπρός]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α<br />[[δικαίωμα]], [[θεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[προνέμομαι]]<br />(για [[φυτοφάγα]] ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το [[σώμα]] του [[προς]] τα [[εμπρός]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α<br />[[δικαίωμα]], [[θεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόνομος:''' [[пасущийся]] (βοτὰ πρόνομα Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνομος Medium diacritics: πρόνομος Low diacritics: πρόνομος Capitals: ΠΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: prónomos Transliteration B: pronomos Transliteration C: pronomos Beta Code: pro/nomos

English (LSJ)

ον, (προνέμομαι) grazing forward, opp. ὀπισθονόμος (q.v.): generally, π. βοτά grazing Herds, A.Supp.691 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 736] vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paît en allant devant soi ou en allant çà et là.
Étymologie: πρό, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.

Russian (Dvoretsky)

πρόνομος: пасущийся (βοτὰ πρόνομα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόνομος: -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος (ὅπερ ἴδε)· καθόλου, βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α προνέμομαι
(για φυτοφάγα ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το σώμα του προς τα εμπρός.
(II)
ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α
δικαίωμα, θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος.