πέτηλος: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=petilos | |Transliteration C=petilos | ||
|Beta Code=pe/thlos | |Beta Code=pe/thlos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[outspread]], [[stretched]], <b class="b3">ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον</b> (acc. to others [[flying]]) Arat.271.<br><span class="bld">II</span> [[full-grown]], μόσχοι Ath.9.376b (expld. <b class="b3">ἀπὸ τῶν κεράτων ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσι</b>), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[βοῦς π]]. (-ηνός cod.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον,
A outspread, stretched, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (acc. to others flying) Arat.271.
II full-grown, μόσχοι Ath.9.376b (expld. ἀπὸ τῶν κεράτων ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσι), cf. Hsch. s.v. βοῦς π. (-ηνός cod.).
German (Pape)
[Seite 605] ion. statt πέταλος, hingebreitet, -gestreckt, bes. sp. D.; ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον, auf seinen Füßen ruhend, knieend, Arat. 271.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πέταλος.
Greek (Liddell-Scott)
πέτηλος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πέταλος, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (κατ’ ἄλλους = πετόμενον) Ἄρατ. 271.
Greek Monolingual
-ήλη, -ον και πέταλος, -άλη, -ον, Α
1. εκτεταμένος, απλωμένος
2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ- του πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα -λος (πρβλ. έκ-η-λος, κίβδ-η-λος)].