παροδίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui passe, passant.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui passe, passant.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰροδίτης:''' ου (ῑ) ὁ проходящий мимо, прохожий Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[διαβάτης]], [[οδοιπόρος]], [[περαστικός]], σε Ανθ.· θηλ. [[παροδῖτις]], <i>-ιδος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''παροδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, [[διαβάτης]], [[οδοιπόρος]], [[περαστικός]], σε Ανθ.· θηλ. [[παροδῖτις]], <i>-ιδος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰροδίτης:''' ου (ῑ) ὁ проходящий мимо, прохожий Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[passer]]-by, [[wayfarer]], Anth.:— fem. [[παροδῖτις]], ιδος, Anth.
|mdlsjtxt=<br />a [[passer]]-by, [[wayfarer]], Anth.:— fem. [[παροδῖτις]], ιδος, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδίτης Medium diacritics: παροδίτης Low diacritics: παροδίτης Capitals: ΠΑΡΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: parodítēs Transliteration B: paroditēs Transliteration C: paroditis Beta Code: parodi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, passer-by, traveller, Hp. Ep.17, AP9.249 (Maec.), IG 14.494 (Catana):—fem. παροδῖτις, ιδος, AP 7.429 (Alc.), 9.373.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, der Vorübergehende, Hippocr.; Qu. Maec. 10 (IX, 249), ὦ παροδῖτα; übh. am Wege, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui passe, passant.
Étymologie: πάροδος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰροδίτης: ου (ῑ) ὁ проходящий мимо, прохожий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρερχόμενος, διαβάτης, Ἱππ. 1280. 16, Ἀνθ. Π. 9. 249· -θηλ., παροδῖτις, ιδος, ὁ αὐτ. 7. 429., 9. 373.

Greek Monolingual

ό, θηλ. παροδῑτις, Α
αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. συνοδ-ίτης)].

Greek Monotonic

παροδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός, σε Ανθ.· θηλ. παροδῖτις, -ιδος, στον ίδ.

Middle Liddell


a passer-by, wayfarer, Anth.:— fem. παροδῖτις, ιδος, Anth.