ποικιλόθριξ: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au poil tacheté;<br /><b>2</b> aux plumes tachetées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au poil tacheté;<br /><b>2</b> aux plumes tachetées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρίξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ποικιλόθριξ -τρῐχος [ποικίλος, θρίξ] met gevlekte vacht. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλόθριξ:''' τρῐχος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[с пестрой шерстью]] ([[νεβρός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[с пестрым оперением]] (οἰωνοί Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ποικῐλόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρίχα]] ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />with [[spotted]] [[hair]], [[dappled]], Eur. | |mdlsjtxt=<br />with [[spotted]] [[hair]], [[dappled]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -τριχος, spotted, dappled, νεβρός E. Alc. 584 (lyr.); of birds, v.l. in Lyr.Adesp. 94.
German (Pape)
[Seite 650] mit buntem Haare; νεβρός, Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
1 au poil tacheté;
2 aux plumes tachetées.
Étymologie: ποικίλος, θρίξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόθριξ -τρῐχος [ποικίλος, θρίξ] met gevlekte vacht.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθριξ: τρῐχος adj.
1) с пестрой шерстью (νεβρός Eur.);
2) с пестрым оперением (οἰωνοί Plut.).
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ-θριξ)].
Greek Monotonic
ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρίχωμα με βούλες, κατάστικτος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρίχα ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.