πολυμηχανία: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté inventive, industrie, adresse.<br />'''Étymologie:''' [[πολυμήχανος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />habileté inventive, industrie, adresse.<br />'''Étymologie:''' [[πολυμήχανος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυμηχανία -ας, ἡ, Ion. πολυμηχανίη [πολυμήχανος] vindingrijkheid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυμηχᾰνία:''' эп.-ион. πολυμηχᾰνίη ἡ изобретательность, остроумие (Κίρκης Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολῠμηχᾰνία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[κατοχή]] και [[ικανότητα]] ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, [[εφευρετικότητα]], [[ετοιμότητα]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πολῠμηχᾰνία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[κατοχή]] και [[ικανότητα]] ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, [[εφευρετικότητα]], [[ετοιμότητα]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολῠμηχᾰνία''': Ἰων. -ίη, τὸ πολλὰ μηχανᾶσθαι καὶ ἐπινοεῖν, Ὀδ. Ψ. 321, Πλούτ. 2. 233Ε· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 6. 483. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠμηχᾰνία, ἡ,<br />the having [[many]] [[resources]], [[inventiveness]], [[readiness]], Od. [from πολῠμήχᾰνος] | |mdlsjtxt=πολῠμηχᾰνία, ἡ,<br />the having [[many]] [[resources]], [[inventiveness]], [[readiness]], Od. [from πολῠμήχᾰνος] | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, resourcefulness, inventiveness, Od.23.321, Plu.2.233e: pl., Man.6.483.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, ion. -ίη, Reichthum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit, Od. 23, 321 u. sp. D., wie Maneth. 6, 483, im plur.; auch Plut. Lac. apophth. p. 238.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté inventive, industrie, adresse.
Étymologie: πολυμήχανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμηχανία -ας, ἡ, Ion. πολυμηχανίη [πολυμήχανος] vindingrijkheid.
Russian (Dvoretsky)
πολυμηχᾰνία: эп.-ион. πολυμηχᾰνίη ἡ изобретательность, остроумие (Κίρκης Hom.).
Greek Monolingual
και πολυμηχανίη, ἡ, Α πολυμήχανος
η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα.
Greek Monotonic
πολῠμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ, κατοχή και ικανότητα ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, εφευρετικότητα, ετοιμότητα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμηχᾰνία: Ἰων. -ίη, τὸ πολλὰ μηχανᾶσθαι καὶ ἐπινοεῖν, Ὀδ. Ψ. 321, Πλούτ. 2. 233Ε· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 6. 483.
Middle Liddell
πολῠμηχᾰνία, ἡ,
the having many resources, inventiveness, readiness, Od. [from πολῠμήχᾰνος]