πορφυρόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />couvert d'un tapis de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[στρώννυμι]].
|btext=ος, ον :<br />couvert d'un tapis de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[στρώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πορφῠρόστρωτος''': -ον, ὁ [[ἐστρωμένος]] διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.
|elnltext=πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.
}}
{{elru
|elrutext='''πορφῠρόστρωτος:''' [[устланный пурпурными тканями или коврами]] ([[πόρος]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πορφῠρόστρωτος:''' -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πορφῠρόστρωτος:''' -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πορφῠρόστρωτος:''' [[устланный пурпурными тканями или коврами]] ([[πόρος]] Aesch.).
|lstext='''πορφῠρόστρωτος''': -ον, ὁ [[ἐστρωμένος]] διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.
}}
{{elnl
|elnltext=πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:38, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόστρωτος Medium diacritics: πορφυρόστρωτος Low diacritics: πορφυρόστρωτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: porphyróstrōtos Transliteration B: porphyrostrōtos Transliteration C: porfyrostrotos Beta Code: porfuro/strwtos

English (LSJ)

ον, spread with purple cloth, A.Ag. 910.

German (Pape)

[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d'un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρόστρωτος: устланный пурпурными тканями или коврами (πόρος Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].

Greek Monotonic

πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.

Middle Liddell

πορφῠρό-στρωτος, ον,
spread with purple cloth, Aesch.

English (Woodhouse)

strewn with purple cloth, strewn with purple

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)