προαποστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=faire partir auparavant ; <i>Pass.</i> être envoyé d'avance <i>ou</i> avant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀποστέλλω]].
|btext=faire partir auparavant ; <i>Pass.</i> être envoyé d'avance <i>ou</i> avant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀποστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προαποστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[ἀποστέλλω]] πρότερον ἢ [[προηγουμένως]], ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, αὐτ. 3. 112· [[ἀλλά]], προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, [[αὐτόθι]] 5.
|elnltext=προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προαποστέλλω:''' [[высылать]] (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προαποστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[στέλνω]] [[μακριά]], [[αποστέλλω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· [[αλλά]], προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι [[πρό]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''προαποστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[στέλνω]] [[μακριά]], [[αποστέλλω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· [[αλλά]], προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι [[πρό]] τινος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προαποστέλλω:''' [[высылать]] (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.
|lstext='''προαποστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[ἀποστέλλω]] πρότερον ἢ [[προηγουμένως]], ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, αὐτ. 3. 112· [[ἀλλά]], προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, [[αὐτόθι]] 5.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -στελῶ<br />to [[send]] [[away]], dispatch [[beforehand]], or in [[advance]], Thuc.:—Pass. to be sent in [[advance]], Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -στελῶ<br />to [[send]] [[away]], dispatch [[beforehand]], or in [[advance]], Thuc.:—Pass. to be sent in [[advance]], Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποστέλλω Medium diacritics: προαποστέλλω Low diacritics: προαποστέλλω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: proapostéllō Transliteration B: proapostellō Transliteration C: proapostello Beta Code: proaposte/llw

English (LSJ)

send away, dispatch beforehand or in advance, Th.4.77, J.BJ1.17.2, Plu.Arat.6:—Pass., to be sent in advance, Th.3.112: aor. part. -στᾰλέντες PEleph.28.6 (iii B.C.), Plb.3.45.1: plpf. -έσταλτο App.BC4.20: also c. gen., προαποσταλῆναι τῆς ἀποστάσεως, = ἀποσταλῆναι πρὸ τῆς ἀ., Th.3.5.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken; προαποσταλείς Thuc. 3, 112, u. öfter; κήρυκα, Dem. 19, 163; οἱ προαποσταλέντες ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 45, 1.

French (Bailly abrégé)

faire partir auparavant ; Pass. être envoyé d'avance ou avant, gén..
Étymologie: πρό, ἀποστέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.

Russian (Dvoretsky)

προαποστέλλω: высылать (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; ὁ προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
στέλνω κάποιον ή κάτι πριν από τη δική μου μετάβαση ή πριν από κάποιο γεγονός.

Greek Monotonic

προαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω μακριά, αποστέλλω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· αλλά, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προαποστέλλω: μέλλ. -στελῶ, ἀποστέλλω πρότερον ἢ προηγουμένως, ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀλλά, προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, αὐτόθι 5.

Middle Liddell

fut. -στελῶ
to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.