προαποστέλλω

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποστέλλω Medium diacritics: προαποστέλλω Low diacritics: προαποστέλλω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: proapostéllō Transliteration B: proapostellō Transliteration C: proapostello Beta Code: proaposte/llw

English (LSJ)

send away, dispatch beforehand or in advance, Th.4.77, J.BJ1.17.2, Plu.Arat.6:—Pass., to be sent in advance, Th.3.112: aor. part. προαποσταλέντες PEleph.28.6 (iii B.C.), Plb.3.45.1: plpf. προαπέσταλτο App.BC4.20: also c. gen., προαποσταλῆναι τῆς ἀποστάσεως, = ἀποσταλῆναι πρὸ τῆς ἀ., Th.3.5.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken; προαποσταλείς Thuc. 3, 112, u. öfter; κήρυκα, Dem. 19, 163; οἱ προαποσταλέντες ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 45, 1.

French (Bailly abrégé)

faire partir auparavant ; Pass. être envoyé d'avance ou avant, gén..
Étymologie: πρό, ἀποστέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.

Russian (Dvoretsky)

προαποστέλλω: высылать (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; ὁ προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
στέλνω κάποιον ή κάτι πριν από τη δική μου μετάβαση ή πριν από κάποιο γεγονός.

Greek Monotonic

προαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω μακριά, αποστέλλω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· αλλά, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προαποστέλλω: μέλλ. -στελῶ, ἀποστέλλω πρότερον ἢ προηγουμένως, ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀλλά, προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, αὐτόθι 5.

Middle Liddell

fut. -στελῶ
to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.