προσκοινωνέω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire part, τινί τινος de qch à qqn;<br /><b>2</b> avoir part, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κοινωνέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire part, τινί τινος de qch à qqn;<br /><b>2</b> avoir part, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κοινωνέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-κοινωνέω deelhebben aan, met gen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκοινωνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[иметь долю]], [[участвовать]] (οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[уделять]] (τινι ἀπὸ τῶν χρημάτων Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκοινωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δίνω]] σε κάποιον ένα [[μέρος]] από [[κάτι]], τινὶ ἀπό τινος, σε Δημ. | |lsmtext='''προσκοινωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δίνω]] σε κάποιον ένα [[μέρος]] από [[κάτι]], τινὶ ἀπό τινος, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[give]] one a [[share]] of a [[thing]], τινὶ ἀπό τινος Dem. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[give]] one a [[share]] of a [[thing]], τινὶ ἀπό τινος Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
A to be partaker, τινος of a thing, share in it, Pl.Sph. 252a; τῶν δρωμένων D.C.66.12; στάσεών τινι with one, Pl.Lg.757d; τινι SIG364.27 (Ephesus, iii B.C.). II give one a share of . ., π. σφίσι τῶν παρόντων D.C.37.56; π. τούτῳ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων χρημάτων D 34.36.
German (Pape)
[Seite 770] 1) Einem wovon mittheilen, προσκοινωνήσας τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Dem. 34, 36, u. Sp. – 2) woran Theil haben, οὐσίας, Plat. Soph. 252 a; Legg. VI, 757 d.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire part, τινί τινος de qch à qqn;
2 avoir part, gén..
Étymologie: πρός, κοινωνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κοινωνέω deelhebben aan, met gen.
Russian (Dvoretsky)
προσκοινωνέω:
1) иметь долю, участвовать (οὐσίας Plat.);
2) уделять (τινι ἀπὸ τῶν χρημάτων Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκοινωνέω: γίνομαι κοινωνός, μέτοχος, τινός, πράγματός τινος, Πλάτ. Σοφιστ. 252Α· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 757D. ΙΙ. = προσκοινόω, παρέχω εἴς τινα μέρος..., πρ. σφισι τῶν παρόντων Δίων Κ. 37. 56, πρβλ. 66. 12· πρ. τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Δημ. 918. 1.
Greek Monotonic
προσκοινωνέω: μέλ. -ήσω, δίνω σε κάποιον ένα μέρος από κάτι, τινὶ ἀπό τινος, σε Δημ.