προσόμουρος: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />limitrophe.<br />'''Étymologie:''' ion. c. *προσόμορος, de [[πρός]], [[ὅμορος]]. | |btext=ος, ον :<br />limitrophe.<br />'''Étymologie:''' ion. c. *προσόμορος, de [[πρός]], [[ὅμορος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσόμουρος -ον [πρός, ὅμορος] Ion., aangrenzend. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 25: | ||
|lsmtext='''προσόμουρος:''' -ον, Ιων. αντί <i>προσόμορος</i>, [[γειτονικός]], [[διπλανός]], [[παρακείμενος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''προσόμουρος:''' -ον, Ιων. αντί <i>προσόμορος</i>, [[γειτονικός]], [[διπλανός]], [[παρακείμενος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσόμουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ [[πρόσουρος]], γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος ([[which]] does not [[occur]])]<br />[[adjoining]], [[adjacent]], τινί Hdt. | |mdlsjtxt=προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος ([[which]] does not [[occur]])]<br />[[adjoining]], [[adjacent]], τινί Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 6 October 2022
English (LSJ)
ον, Ion. for Προσόμορος, adjacent, τισι Hdt.4.173.
German (Pape)
[Seite 774] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
limitrophe.
Étymologie: ion. c. *προσόμορος, de πρός, ὅμορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσόμουρος -ον [πρός, ὅμορος] Ion., aangrenzend.
Greek Monolingual
-ον, Α
ιων. τ. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμουρος, ιων. τ. του ὅμορος «γειτονικός»].
Greek Monotonic
προσόμουρος: -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός, παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσόμουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ πρόσουρος, γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.
Middle Liddell
προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος (which does not occur)]
adjoining, adjacent, τινί Hdt.