πρότιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plus honoré, plus estimé que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμή]].
|btext=ος, ον :<br />plus honoré, plus estimé que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρότῑμος:''' тж. compar.<br /><b class="num">1)</b> [[более ценный]], [[предпочтительный]] (τῶν χρημάτων Plat.; [[τέχνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[драгоценный]] (λίθοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
|elnltext=πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πρότῑμος:''' тж. compar.<br /><b class="num">1)</b> [[более ценный]], [[предпочтительный]] (τῶν χρημάτων Plat.; [[τέχνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[драгоценный]] (λίθοι Plat.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότῑμος Medium diacritics: πρότιμος Low diacritics: πρότιμος Capitals: ΠΡΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: prótimos Transliteration B: protimos Transliteration C: protimos Beta Code: pro/timos

English (LSJ)

ον, most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg.947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx.393d (v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.

German (Pape)

[Seite 793] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plus honoré, plus estimé que, gén..
Étymologie: πρό, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

πρότῑμος: тж. compar.
1) более ценный, предпочтительный (τῶν χρημάτων Plat.; τέχνη Luc.);
2) драгоценный (λίθοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πρότῑμος: -ον, (τιμή) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος τιμῆς ἄξιος ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.)
2. (για λίθους) πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. έν-τιμος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.