σκευοποιός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui fabrique des meubles, <i>particul.</i> des costumes, des objets de théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[ποιέω]].
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui fabrique des meubles, <i>particul.</i> des costumes, des objets de théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκευοποιός''': ὁ, κατασκευάζων προσωπίδας καὶ ἄλλα τοιαῦτα σκηνικὰ σκεύη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 232, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 28, Ἀθήν. 621Ε, Πλούτ. 2. 1123C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ τὰ πρόσωπα ποιοῦντες».
|elnltext=σκευοποιός -οῦ, ὁ [σκεῦος, ποιέω] requisietenmaker.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευοποιός:''' ὁ [[театральный мастер]], [[декоратор]] Arph., Arst., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκευοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει θεατρικές προσωπίδες [[καθώς]] και τον [[υπόλοιπο]] θεατρικό εξοπλισμό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκευοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει θεατρικές προσωπίδες [[καθώς]] και τον [[υπόλοιπο]] θεατρικό εξοπλισμό, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκευοποιός:''' ὁ [[театральный мастер]], [[декоратор]] Arph., Arst., Plut.
|lstext='''σκευοποιός''': ὁ, κατασκευάζων προσωπίδας καὶ ἄλλα τοιαῦτα σκηνικὰ σκεύη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 232, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 28, Ἀθήν. 621Ε, Πλούτ. 2. 1123C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ τὰ πρόσωπα ποιοῦντες».
}}
{{elnl
|elnltext=σκευοποιός -οῦ, ὁ [σκεῦος, ποιέω] requisietenmaker.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκευο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[ποιέω]]<br />a [[maker]] of masks and [[other]] [[stage]]-properties, Ar.
|mdlsjtxt=σκευο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[ποιέω]]<br />a [[maker]] of masks and [[other]] [[stage]]-properties, Ar.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποιός Medium diacritics: σκευοποιός Low diacritics: σκευοποιός Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: skeuopoiós Transliteration B: skeuopoios Transliteration C: skevopoios Beta Code: skeuopoio/s

English (LSJ)

ὁ, maker of masks and other stage-properties, Ar.Eq.232, Arist.Po.1450b20, OGI51.66 (Ptolemais, iii B.C.), Plu.2.1123c, Ath.14.621e.

German (Pape)

[Seite 894] Geräthschaften, Rüstungen, Waffen bereitend, verfertigend, bes. Masken, Anzüge u. andere Theatererfordernisse verfertigend, Ar. Equ. 232 (wie das spätere προσωποποιός, vgl. Poll. 2, 47); ἢ πλάστης θαυμάτων, Plut. adv. Colot. 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui fabrique des meubles, particul. des costumes, des objets de théâtre.
Étymologie: σκεῦος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποιός -οῦ, ὁ [σκεῦος, ποιέω] requisietenmaker.

Russian (Dvoretsky)

σκευοποιός:театральный мастер, декоратор Arph., Arst., Plut.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει προσωπεία, είδη του θεατρικού ενδυματολογίου και άλλα παρεμφερή σκηνικά αντικείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + -ποιός].

Greek Monotonic

σκευοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει θεατρικές προσωπίδες καθώς και τον υπόλοιπο θεατρικό εξοπλισμό, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων προσωπίδας καὶ ἄλλα τοιαῦτα σκηνικὰ σκεύη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 232, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 28, Ἀθήν. 621Ε, Πλούτ. 2. 1123C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ τὰ πρόσωπα ποιοῦντες».

Middle Liddell

σκευο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a maker of masks and other stage-properties, Ar.