σκᾶπτον: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>dor. c.</i> [[σκῆπτρον]]. | |btext=<i>dor. c.</i> [[σκῆπτρον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾶπτον:''' τό дор. Pind. = [[σκῆπτρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκᾶπτον:''' τό, Δωρ. αντί [[σκῆπτρον]]. | |lsmtext='''σκᾶπτον:''' τό, Δωρ. αντί [[σκῆπτρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκᾶπτον]], ου, τό, [doric for [[σκῆπτρον]].] | |mdlsjtxt=[[σκᾶπτον]], ου, τό, [doric for [[σκῆπτρον]].] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, Dor. for σκῆπτρον.
German (Pape)
[Seite 889] τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. θεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σκῆπτρον.
Russian (Dvoretsky)
σκᾶπτον: τό дор. Pind. = σκῆπτρον.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾶπτον: τό, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον.
English (Slater)
σκᾱπτον (-ῳ, -ον.)
a staff σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28)
b sceptre (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) “καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ. του αμάρτυρου σκῆπτον) το σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκᾱπ- / σκηπ- του σκήπτω + κατάλ. -τον].
Greek Monotonic
σκᾶπτον: τό, Δωρ. αντί σκῆπτρον.