σκαφίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σκαφίς]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σκαφίς]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκαφίδιον -ου, τό bootje, schuitje.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰφίδιον:''' (ῐδ) τό челнок, лодочка Polyb., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκᾰφίδιον:''' τό, υποκορ. του [[σκαφίς]] I. 2., μικρή [[λέμβος]], [[καραβάκι]], καΐκι, σε Στράβ.
|lsmtext='''σκᾰφίδιον:''' τό, υποκορ. του [[σκαφίς]] I. 2., μικρή [[λέμβος]], [[καραβάκι]], καΐκι, σε Στράβ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαφίδιον -ου, τό bootje, schuitje.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰφίδιον:''' (ῐδ) τό челнок, лодочка Polyb., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰφίδιον, ου, τό, [Dim. of [[σκαφίς]] I. 2]<br />a [[small]] [[skiff]], Strab.
|mdlsjtxt=σκᾰφίδιον, ου, τό, [Dim. of [[σκαφίς]] I. 2]<br />a [[small]] [[skiff]], Strab.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφίδιον Medium diacritics: σκαφίδιον Low diacritics: σκαφίδιον Capitals: ΣΚΑΦΙΔΙΟΝ
Transliteration A: skaphídion Transliteration B: skaphidion Transliteration C: skafidion Beta Code: skafi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of A σκάφη 1.1, σ. χαλκοῦν τετρυπημένον ib. 11(2).161 C80 (Delos, iii B.C.). 2 Dim. of σκαφίς (B), small skiff, Plb.34.3.2, Str.1.2.16, Luc.Cont.8. II boat-load, POxy.1068.7 (iii A.D.). III = κάρδοπος, Sch.Ar.Nu.669.

German (Pape)

[Seite 890] τό, dim. von σκαφίς, durch alle Bdign; bes. – a) kleine Wanne, kleiner Nachen; Pol. 34, 3, 2; Luc. Cont. 8 u. oft. – b) kleine Hacke, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαφίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφίδιον -ου, τό bootje, schuitje.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφίδιον: (ῐδ) τό челнок, лодочка Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαφὶς Ι. 2, μικρὰ σκάφη, Πολύβ. 34. 3, 2, Στράβ. 24· πρβλ. σκαφείδιον. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, 410.

Greek Monotonic

σκᾰφίδιον: τό, υποκορ. του σκαφίς I. 2., μικρή λέμβος, καραβάκι, καΐκι, σε Στράβ.

Middle Liddell

σκᾰφίδιον, ου, τό, [Dim. of σκαφίς I. 2]
a small skiff, Strab.