Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταμνίον: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>dim. de</i> [[στάμνος]].
|btext=<i>dim. de</i> [[στάμνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σταμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στάμνος]], «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = [[ἀμίς]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.
|elnltext=σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.
}}
{{elru
|elrutext='''σταμνίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[винный сосуд]], [[кружка]] Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> Sext. = [[ἀμίς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σταμνίον:''' τό, υποκορ. του [[στάμνος]], μικρή [[στάμνα]] που προορίζεται για [[κρασί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σταμνίον:''' τό, υποκορ. του [[στάμνος]], μικρή [[στάμνα]] που προορίζεται για [[κρασί]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σταμνίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[винный сосуд]], [[кружка]] Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> Sext. = [[ἀμίς]].
|lstext='''σταμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στάμνος]], «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = [[ἀμίς]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, , Πολυδ. Ζ΄, 162.
}}
{{elnl
|elnltext=σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:07, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταμνίον Medium diacritics: σταμνίον Low diacritics: σταμνίον Capitals: ΣΤΑΜΝΙΟΝ
Transliteration A: stamníon Transliteration B: stamnion Transliteration C: stamnion Beta Code: stamni/on

English (LSJ)

τό,= σταμνάριον, Id.Lys.196,199, Men.129, PSI4.413.19 (iii B.C.), Inscr.Délos 399 A 40 (ii B.C.). 2 = ἀμίς, S.E.M.1.234, cf. Phryn.377.

German (Pape)

[Seite 929] τό, dim. von στάμνος; οἴνου, Ar. Lys. 196; Men. bei Ath. IV, 146 e; Plat. Ep. XIII, 361 a. Nach S. Emp. adv. gramm. 234 = ἀμίδιον.

French (Bailly abrégé)

dim. de στάμνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.

Russian (Dvoretsky)

σταμνίον: τό
1) винный сосуд, кружка Arph., Men.;
2) Sext. = ἀμίς.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σταμνί.

Greek Monotonic

σταμνίον: τό, υποκορ. του στάμνος, μικρή στάμνα που προορίζεται για κρασί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σταμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.

Middle Liddell

σταμνίον, ου, τό, [Dim. of στάμνος
a wine-jar, Ar.

English (Woodhouse)

jar for wine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)