στράπτω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]].
|btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στράπτω''': μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ [[ἀστράπτω]], Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ [[αὐτόθι]] 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
|elnltext=στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.
}}
{{elru
|elrutext='''στράπτω:''' (= [[ἀστράπτω]]<br /><b class="num">2)</b> [[блистать]], [[сверкать]] Soph., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, = [[ἀστράπτω]], [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''στράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, = [[ἀστράπτω]], [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στράπτω:''' (= [[ἀστράπτω]]<br /><b class="num">2)</b> [[блистать]], [[сверкать]] Soph., Anth.
|lstext='''στράπτω''': μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ [[ἀστράπτω]], Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ [[αὐτόθι]] 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
}}
{{elnl
|elnltext=στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στράπτω]], = [[ἀστράπτω]]<br />to [[lighten]], Soph.
|mdlsjtxt=[[στράπτω]], = [[ἀστράπτω]]<br />to [[lighten]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράπτω Medium diacritics: στράπτω Low diacritics: στράπτω Capitals: ΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: stráptō Transliteration B: straptō Transliteration C: strapto Beta Code: stra/ptw

English (LSJ)

rarer and later for ἀστράπτω, A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122. 2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.

German (Pape)

[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.

French (Bailly abrégé)

éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.

Russian (Dvoretsky)

στράπτω: (= ἀστράπτω
2) блистать, сверкать Soph., Anth.

Greek Monolingual

Α
ἀστράπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀστράπτω, χωρίς προθεματικό - (πρβλ. ἀστεροπή: στεροπή)].

Greek Monotonic

στράπτω: μέλ. -ψω, = ἀστράπτω, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.

Middle Liddell

στράπτω, = ἀστράπτω
to lighten, Soph.